ψάμμα

ψάμμα
(I)
-ατος, τὸ, Α
(κατά τον Ησύχ.) στον πληθ. ψάμματα
«σπαράγματα».
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. συνδέεται προφανώς με τηλ. ψάμμος*].
————————
(II)
ἡ, Α
(δωρ. τ.) βλ. ψάμμος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ψάμμας — ψάμμᾱς , ψάμμη fem acc pl ψάμμᾱς , ψάμμη fem gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ψάμματα — ψάμμα neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ψάμμος — η, ΝΜΑ, και ιων. τ. ψάμμη και δωρ. τ. ψάμμα και ως αρσ. ψάμμος, ὁ και αιολ. τ. ψόμμος, ὁ, Α η άμμος νεοελλ. 1. ιατρ. η αμμώδης υποστάθμη στα ούρα τών πασχόντων από ψαμμίαση 2. φρ. «ψάμμος τού εγκεφάλου» ανατ. συγκρίματα με διαστάσεις κόκκων άμμου …   Dictionary of Greek

  • ψαμματίζω — Α [ψάμμα (Ι)] (κατά τον Ησύχ.) «ψωμίζω» …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”